κοντράρω

κοντράρω
εναντιώνομαι, πηγαίνω κόντρα σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόντρα + κατάλ. -άρω (πρβλ. αριβ-άρω, σωφ-άρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοντράρω — κοντράρω, κόντραρα και κοντράρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοντράρομαι — κοντράρομαι, κοντραρίστηκα, κοντραρισμένος βλ. πίν. 54 Σημειώσεις: κοντράρομαι : στην παθητική φωνή το ρ. σημαίνει → συγκρούομαι με κάποιον, επομένως έχει παραπλήσια έννοια με εκείνη του κοντράρω (κάποιον) εναντιώνομαι, έρχομαι σε αντιπαράθεση με …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”